ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Βιβλίο του Ανδρέα Καρκαβίτσα: Ο Ζητιάνος, περίληψη και κριτική του βιβλίου.

Post by: 08/07/2019 0 comments

Ανδρέας Καρκαβίτσας

Ο Ζητιάνος

Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, Ι.Δ. Κολλάρος & Σία Α.Ε.

 

Ένα από τα δυνατότερα μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Συγκλονιστικό, συναρπαστικό και τόσο, μα τόσο σύγχρονο! Σήμερα, που υπάρχει μεγάλη τάση για τη συγγραφή ιστορικών μυθιστορημάτων, αυτό εδώ θα σε συγκλονίσει. Είναι ένα ταξίδι στο χρόνο, στη Θεσσαλία, λίγο μετά το 1881, όταν η Θεσσαλία προσαρτήθηκε στην Ελλάδα (ως τότε αποτελούσε έδαφος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας).

Ο Καρκαβίτσας, ηθογράφος, θαλασσογράφος και γιατρός, περιγράφει την ελληνική κοινωνία της υπαίθρου με την εξεταστική ματιά και τη βαθιά γνώση της ψυχής, σαν ένας ψυχολόγος.

Ο ζητιάνος είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος αλλά, μαζί του, και όλα τα πρόσωπα του θεσσαλικού χωριού Νυχτερέμι. Πιστεύεις, ξεκινώντας τις σελίδες του βιβλίου (μόνο 193) ότι θα συμπαθήσεις το φτωχό, πεινασμένο και ταπεινό ζητιάνο που η μοίρα αδίκησε.

Όμως ο ζητιάνος είναι ένας μοχθηρός, άπληστος άνθρωπος, ένας πονηρός απατεώνας, επαγγελματίας του είδους του, που εκπαιδευμένος από μικρός να προκαλεί τη θλίψη στην ανθρώπινη ψυχή, κερδίζει το μεροκάματο, αποσπώντας κέρματα από αληθινά φτωχούς και εύπιστους ανθρώπους. Έχει, για το λόγο αυτό, “νοικιάσει” από γονείς πεινασμένους και εξίσου απατεώνες, κατά καιρούς, ένα παιδί, για να το εκπαιδεύσει και να το έχει βοηθό.

Ο ζητιάνος, με τον ξυλοκοπημένο παραγιό του ονόματι Μουτζούρη, (γιατί πήγανε να κλέψουν φρούτα από τον Θεσσαλό μπέη, τους έπιασε επ’ αυτοφώρω και τους ξυλοκόπησε) φτάνουν στο χωριό Νυχτερέμι των Καραγκούνηδων (Θεσσαλών) με το γαϊδουράκι τους. Το χωριό είναι αναστατωμένο. Πριν χρόνια, οι κάτοικοι του χωριού είχαν παραχωρήσει το χωριό τους στον μπέη της Θεσσαλίας, ο οποίος, ενώ η Θεσσαλία απελευθερώθηκε, διατηρούσε ακόμα και τότε την ιδιοκτησία των κτημάτων των Ελλήνων. Για να τα πάρουν πίσω οι Έλληνες, θα έπρεπε να κινηθούν δικαστικά. (!!!)

Δουλικός και κακομοίρης, αν και ψηλός και ευθυτενής, ο ζητιάνος, υφίσταται για “καλωσόρισμα” εξευτελισμό και ξυλοφόρτωμα από τον τελωνοφύλακα Πέτρο Βαλαχά (υπενθυμίζω ότι το χωριό βρισκόταν στα σύνορα με την Οθωμανική αυτοκρατορία).

Ο ζητιάνος, μοχθηρός και εκδικητικός, υποχωρεί μεν, αλλά χωρίς να ξεχάσει την προσβολή.

Μένοντας στο χωριό, ο ζητιάνος, κατά κόσμο Τζιριτόκωστας, πολύπειρος φυσιογνώστης, που μαντεύει της ψυχής και της καρδιάς τ’ απόκρυφα, γνωρίζοντας τις αδυναμίες και ανάγκες των αφελών χωρικών, βάζει την πονηριά του και της ζητιανιάς τα καμώματα, στην υπηρεσία των γυναικών. Είχε παρατηρήσει, με τα ταξίδια του, τη μαγική επιρροή που έχουν στις γυναίκες τα μυστήρια και τα σύμβολα.

Αρχίζει, λοιπόν, να τους τάζει μαγικά βότανα, ξεπερνώντας το ρόλο του ζητιάνου. Σερνικοβότανο στη μία που γεννούσε κόρες, στερφοβότανο στην άλλη που γεννούσε πολλά παιδιά, θηλυκοβότανο για να προσελκύσουν οι ανύπαντρες υποψήφιους εραστές ή γαμπρούς και, τέλος, βότανα για το κακό το μάτι. Όλες οι γυναίκες αρχίζουν να του προσφέρουν φαγητό και ό,τι πολυτιμότερο έχουν στα σεντούκια τους, προκειμένου να αλλάξει η ζωή τους.

Όταν ο παραγιός του ζητιάνου πεθαίνει από τα τραύματά του, τον κλείνουν προσωρινά στο δωμάτιο τού τελωνοφύλακα, περιμένοντας τον παπά που λείπει για να τον διαβάσει και να τού κάνει την κηδεία του. Λείπει τη νύχτα και ο τελωνοφύλακας στον Πηνειό, περιμένοντας λαθρέμπορους. Γυρίζοντας, όμως, ο τελωνοφύλακας τα ξημερώματα στο σπίτι που νοικιάζει, βρίσκει μέσα δύο μικρά χωριατόπαιδα. Μόλις εκείνα τον βλέπουν φωτισμένο με το κερί που κρατάει, τον περνάνε για τον “βρικόλακα” του πεθαμένου παραγιού.

Βγαίνουν, ουρλιάζοντας, από το σπίτι και κινητοποιούν το χωριό. Ο παμπόνηρος και εκδικητικός ζητιάνος καταλαβαίνει τι έχει συμβεί στην πραγματικότητα (ότι μόλις επέστρεψε ο τελωνοφύλακας), αλλά παριστάνει πως πράγματι ο παραγιός του βρυκολάκιασε.

Μη σας αποκαλύψω το τέλος.

Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τους αφελείς ανθρώπους, τις δεισιδαιμονίες, τη δουλοπρέπεια, την μοχθηρία, την αγυρτεία και την αμάθεια. Η ψυχή του ανθρώπου λίγο έχει αλλάξει από τότε, παρά την εξέλιξη που έχει φέρει η τεχνολογία. Έτσι ήταν τότε, έτσι και τώρα. Έχει την ανάγκη να πιστέψει στο μεταφυσικό, υποκύπτοντας στο συναίσθημα, παρά στη λογική του. Μέσα στην παρουσίαση της κοινωνίας της Θεσσαλίας, ο συγγραφέας περιγράφει σαν πικρή διαπίστωση τη δουλοπρέπεια των Ελλήνων στον Τούρκο, αν και οι χωριάτες είναι, πια, ελεύθεροι Έλληνες και την απάθεια στο θάνατο, κληρονομιά από τα οθωμανικά ήθη.

Πυκνογραμμένο και με συνεχείς εναλλαγές, δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Η γλώσσα του Καρκαβίτσα είναι εντελώς σημερινή, δημοτική, με πολλές αναφορές σε θεσσαλικές ντοπιολαλιές (τη βουρλιά, το κιουτσέκι, μουτάφια, καρύκι).

Από τα καλύτερα βιβλία ηθογραφίας που έχω διαβάσει.

Σας παρακαλώ πολύ, θέλω να το διαβάσετε! Θα το απολαύσετε όσο λίγα βιβλία!

Πηγή: www.tsemperlidou.gr

Η ιστοσελίδα έχει πληροφοριακό χαρακτήρα. Διαβάστε τους όρους χρήσης