Αλκυόνη Παπαδάκη
Το χαμόγελο του δράκου
Εκδόσεις Διόπτρα
Αυτό είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Αλκυόνης Παπαδάκη που διαβάζω. Είναι μια ιστορία πέρα για πέρα ρεαλιστική, σαν να βγήκε από τις ειδήσεις των ελληνικών εφημερίδων, που σε μια παράλληλη αφήγηση, εξηγεί τα συναισθήματα των ηρώων με συμβολικό τρόπο.
Υπάρχουν τα πανέμορφα και ευαίσθητα κρινάκια, όπως ορισμένοι άνθρωποι, οι κακοί δράκοι που έχουν εισχωρήσει στη φαντασία των παιδιών μέσα από χειριστικούς εκβιασμούς των μεγάλων και οι διάλογοι των πουλιών που έχουν αναλάβει, σε κύρια σημεία της ιστορίας, τον σχολιασμό των γεγονότων.
Καθώς ξετυλίγεται η πλοκή, αναδεικνύεται η πάλη του καλού και του κακού, μέσα από ήρωες άπληστους , εγωιστές και διεκδικητικούς κι από ήρωες σιωπηλούς, ανεκτικούς, που δεν διεκδικούν, αλλά ξέρουν να αγαπούν δυνατά.
Το τελικό μήνυμα για τον αναγνώστη είναι “μη δίνεις τα κλειδιά της ψυχής σου σε άλλους. Κράτα την ανοιχτή, για να μπει το φως της αγάπης. Αν υποφέρεις, το να εκφράζεσαι δημιουργικά, σε σώζει από το θυμό σου.”
Η ιστορία, ακολουθεί τρεις γενιές των ανθρώπων μιας οικογένειας που ζει στην Κρήτη, στο χωριό με το συμβολικό όνομα Κρινοχώρι, αν και στην πραγματικότητα, μόνο λουλούδινα δεν είναι τα γεγονότα στην οικογένεια των ηρώων του μυθιστορήματος. Οι γυναίκες, που περιγράφονται έχουν μαύρες ψυχές, με ταπεινά ένστικτα, πεινασμένες για κουμάντο και “αποκατάσταση”, τσαλαπατώντας τους άντρες τους και τις ψυχές των κοριτσιών τους.
Ο Δονάτος, τσαγκάρης, και η Δονατέλλα, μοδίστρα, φτάνουν στην Κρήτη από την Ήπειρο. Εκείνος, ταπεινός, εργατικός, ρομαντικός, εκείνη διαόλου κάλτσα.
Έχουν δυο κόρες, την Κρινώ, φιλότιμη, καλή μαθήτρια, αξιοπρεπή, και την πολύ διαφορετική Κάσσω (Κασσιανή), ξεμυαλισμένη, ζωηρή, που από μικρή γυρίζει με τον ένα και με τον άλλο, τα αγόρια του χωριού.
Όταν ο τσαγκάρης πάτερ-φαμίλιας πεθαίνει, η μάνα παίρνει τα ηνία της οικογένειας. Παντρεύει τη σοβαρή Κρινιώ με ένα παιδί από το χωριό που έχει μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Έτσι, η κόρη αυτή φεύγει για πάντα.
Την άλλη κόρη, τη γυριστρούλα, προκειμένου να την παντρέψει, η μάνα Δονατέλλα την πηγαίνει στη μαμή στο Ηράκλειο και της κάνει παρθενορραφή. Μετά, σαν μαύρη αράχνη, καταστρώνει ένα σχέδιο για το πώς θα “τυλίξει” έναν αξιοπρεπή πλούσιο χήρο, 60άρη, τον Βάγιο, για να τον παντρέψει με την κόρη της.
Η ζωή και ο γάμος της Κάσσως, που “τρώγεται” ερωτικά και που θα πρέπει να ζει με έναν αξιοπρεπή και βαρετό κτηματία, είναι το μεγάλο μέρος της ιστορίας. Η Κάσσω μόνο τον εαυτούλη της αγαπάει. Ούτε άντρα, ούτε παιδί, ούτε άλλον. Το μόνο που τη διαπερνά είναι το ερωτικό πάθος, που θα το βρει στο πρόσωπο του ορφανεμένου, τεμπέλη και παραβατικού Πανάγου. Ζει για τον έρωτα.
Όμως η μοίρα έχει να δώσει μεγάλες ανατροπές στα σχέδια της Κάσσως. Γιατί, για το καλό της, η κόρη της η Λενιώ μοιάζει πιο πολύ στον πατέρα της το Βάγιο, παρά στη σατανική της μάνα.
Η συγγραφέας δικαιώνει τους καλούς – και το καλό – και τιμωρεί έξυπνα το κακό.
Σημαντικό ρόλο στην πλοκή του βιβλίου παίζει και η πίεση της κοινωνίας του χωριού. Τα κουτσομπολιά, τα αμείλικτα σχόλια, η παρακολούθηση από την “κλειδαρότρυπα” της ζωής του γείτονα και η καταδίκη, μέσα από την κακή φήμη, των συνανθρώπων ή η κατηγοριοποίησή τους με ταμπέλες, είναι η μικρογραφία του κόσμου της ελληνικής επαρχίας.
Πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα, με εξαιρετική ψυχολογική περιγραφή των ηρώων.
Πηγή: www.tsemperlidou.gr