Γουσταύος Φλωμπέρ
Γράμματα του Φλωμπέρ απ’ την Ελλάδα
Εκδόσεις Άγρα
Δεν γνώριζα ότι ο Γουσταύος Φλωμπέρ είχε επισκεφτεί επί δύο μήνες την Ελλάδα, μεταξύ 1850-1851.
Στο βιβλίο εδώ, ο Νίκος Αλιφέρης, έχει συγκεντρώσει, μεταφράσει και παραθέσει σημειώσεις και σχόλια σε οκτώ επιστολές που ο συγγραφέας της «Κυρίας Μποβαρύ», Γουσταύος Φλωμπέρ, έστειλε όταν ήταν 30 ετών από την Ελλάδα στη μητέρα του και στον φίλο του Λουδοβίκο Μπουγιέ, στη Γαλλία.
Μέσα από τα μάτια του συγγραφέα, ενός ανθρώπου με βαθύτατο θαυμασμό για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ο οποίος με συντροφιά τον φίλο του, Μάξιμο Ντυκάν, περιοδεύουν στην Αίγυπτο, Συρία, Τουρκία και Ελλάδα, παίρνουμε μια εικόνα για την Ελλάδα του 1850.
Στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις, ο περιηγητής Φλωμπέρ περιγράφει τα μέρη που επισκέφτηκε, την τυχαία συνάντησή του με τη βασίλισσα Αμαλία, την επίσκεψή του στο σπίτι του Κανάρη, ενώ παράλληλα, συζητά για λογοτεχνικά ζητήματα, ερωτικές του ιστορίες και εκδηλώνει το άγχος της νεότητάς του που τελειώνει, καθώς ανακαλύπτει στον καθρέφτη του πως χάνει τα μαλλιά του.
Αυτό που ενδιαφέρει τον Έλληνα αναγνώστη είναι η εικόνα της χώρας μας μέσα από τα μάτια του λογοτέχνη-ταξιδευτή, που μόλις έχει αφιχθεί με ατμόπλοιο από την Πόλη. Μάλιστα, έχει μείνει πέντε ημέρες στο Σούνιο, στο λοιμοκαθαρτήριο, γιατί προέρχεται από περιοχή στην οποία έχει εμφανιστεί χολέρα.
Αν και στην αρχή, τα τοπία του θύμισαν λίγο τη Συρία, όμως η τελική του άποψη είναι πως «Η Ελλάδα είναι τόπος αγριότερος και από την έρημο. Τη σκεπάζουν η αθλιότητα, η βρώμα και η εγκατάλειψη». Στις μεταφορές τους συνοδεία δραγουμάνου, δεν συνάντησαν πουθενά κανονικό δρόμο, μόνο στενά μονοπάτια, διέσχισαν ποτάμια, από τα οποία περνούσαν με το νερό να τους φτάνει ως το μηρό, σκυλιά που χιμούσαν καταπάνω στα άλογά τους, στάβλοι που θεωρούνταν χάνια, στα οποία μπορούσαν να φάνε μόνο ξερό ψωμί, και ανύπαρκτα χαμάμ για να πλυθούν.
Όμως ο Φλωμπέρ θαυμάζει την Ακρόπολη (από την οποία παίρνει και δύο κομμάτια μάρμαρα και τα πηγαίνει πίσω στη Γαλλία) και τον Παρθενώνα που, με τα χρόνια, έχει πάρει χρώμα κεραμιδί, και όπου στο χώρο του βόσκουν γίδια. Θαυμάζει τη μοναδική διαδρομή ανάμεσα σε έλατα και σχοίνα μεταξύ Μεγάρων και Κορίνθου. Πιστεύει πως η διαδρομή αυτή, με τη γαλαζοπράσινη θάλασσα στο βάθος, δεν έχει ταίρι. Εντυπωσιάζεται από το λιμάνι του Φαλήρου, σε σχήμα ρωμαϊκού αμφιθεάτρου.
Θεωρεί μοναδική σύλληψη, το να τοποθετήσουν οι αρχαίοι Έλληνες την Πυθία στους Δελφούς, χώρο που προκαλεί θρησκευτικό τρόμο, ανάμεσα σε δύο κάθετα βουνά. Το τοπίο της Σπάρτης είναι αξέχαστο και χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη του.
Περιγράφει ακόμα και τις δυσκολίες να φτάσουν στον «απόπατο», στα σπίτια που τους παρέχουν κατάλυμα στο δρόμο.
Μετά από τις επισκέψεις τους σε Ελευσίνα, Μαραθώνα, Αθήνα, Πειραιά, Σπάρτη, Θερμοπύλες, Δελφούς, θαυμάζει τα αρχαία ερείπια παντού και παραπονιέται για την «αισχρή ληστεία» των ντόπιων, οι οποίοι πουλούν πανάκριβα τις υπηρεσίες τους.
Περιγράφει τον Κανάρη, ως έναν κοντό, σωματώδη ενήλικα, που δεν γνωρίζει καν τον Βίκτορα Ουγκό, ο οποίος όμως έγραψε ολόκληρο ποίημα προς τιμήν του μπουρλοτιέρη και του αγώνα του.
Ο ενθουσιασμός του ανθρώπου που αναζητά την αρχαία ιστορία, καταλήγει στο συμπέρασμα πως «Η Ελλάδα είναι Ανατολή και κάτι χειρότερο ακόμη, όσον αφορά το comfort».